- ξυπασιά
- η высокомерие, надменность; чванство; самодовольство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυπασιά — η [ξυπάζω] έπαρση, κομπασμός, μεγαλαυχια, οίηση … Dictionary of Greek
ξιπ(π)ασιά — η (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπασιά … Dictionary of Greek
ξύπασμα — το [ξυπάζω] 1. ξάφνιασμα, σκιάξιμο 2. ξυπασιά, έπαρση, κομπασμός, υπερηφάνεια … Dictionary of Greek